Gpradio Nr.1 Για νέα μουσική και όλες τις επιτυχίες!
Η φωνή του είχε μέσα της τον καημό ενός έθνους. Εναν αναστεναγμό που ξεκινούσε από τα βάθη της Ανατολής και έβρισκε καταφύγιο στα καπνομάγαζα, στα φτωχικά διαμερίσματα και τις καρδιές των ξενιτεμένων. Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν απλώς ένας λαϊκός τραγουδιστής. Ηταν σύμβολο, αγωγός ενός πολιτισμικού και κοινωνικού αισθήματος που συχνά δεν τολμούσε να εκφραστεί, αλλά με τη φωνή του μπορούσε να ακουστεί ως κραυγή ή ως προσευχή.
Με αυτόν τον θρύλο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού καταπιάνεται στο βιβλίο του ο συγγραφέας και ερευνητής Κώστας Μπαλαχούτης με τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης: “Δεν με σβήνει κανένας”» από τις εκδόσεις Ινφογνώμων, τον πρόλογο του οποίου έχει γράψει η Χάρις Αλεξίου.

Μέσα από τις 735 σελίδες του βιβλίου και τις αφηγήσεις του ίδιου του Καζαντζίδη στον συγγραφέα, αλλά και τα όσα έχουν πει και γράψει γι’ αυτό το φαινόμενο κορυφαίοι δημιουργοί, καλλιτέχνες, τραγουδιστές και δημοσιογράφοι ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει τη συμβολή του μεγάλου ερμηνευτή όχι μόνο στο τραγούδι, αλλά και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Εκτός από τα γνωστά βιογραφικά του τραγουδιστή, η πολύχρονη έρευνα του συγγραφέα προσεγγίζει και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα του, άγνωστα περιστατικά από την πορεία του στον καλλιτεχνικό χώρο, μέχρι την απόσυρση και την απομόνωσή του στον Αγιο Κωνσταντίνο…
Ο Καζαντζίδης από μικρό παιδί αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται από δίχτυα μελαγχολίας. Οι τραυματικές παιδικές του εμπειρίες, η ορφάνια, ο σκληρός αγώνας για επιβίωση σε μια περίοδο όπου ανεργία, αρρώστιες, ανέχεια, φυλακές, εξορίες, παρακράτος, εμφύλια διχόνοια και πάθη μαστίζουν τη χώρα θα τον στιγματίσουν ανελέητα.
O συγγραφέας παραθέτει όσα του είπε ο Καζαντζίδης για την περίοδο της Κατοχής:
«Κοίταξε, στην Κατοχή η οικογένειά μου πέρασε δύσκολες στιγμές, όπως και όλος ο λαός. Το ψωμί ήταν λιγοστό και πανάκριβο. Οι άνθρωποι ξεπούλαγαν περιουσίες για ένα μπουκάλι λάδι. Οι μαυραγορίτες βέβαια θησαύριζαν. Επιναν το αίμα του κοσμάκη. Την άνοιξη του 1942 φύγαμε από την Αθήνα, όπου η κατάσταση ήταν απελπιστική, και πήγαμε στα Πλατανάκια, στας Σέρρας, ένα χωριό κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Μετά μετακομίσαμε στη Ροδώνα, ένα χωριό 30-40 χιλιόμετρα μετά το Κιλκίς, στους πρόποδες του Μπέλες. Κι εκεί ο πατέρας μου είχε συγγενείς. Οπως σου είπα, ο πατέρας μου είχε ιδέες “αριστερές”. Τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό. Ηταν ένας άγιος άνθρωπος, έτσι τον θυμάμαι κι έτσι λένε όσοι τον γνώρισαν και τον έζησαν. Τον έκαναν υπεύθυνο της Εθνικής Τροφοδότησης Ανταρτών, της Επιμέλειας του Αντάρτη (ΕΤΑ). Μάζευαν διάφορα, ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, φάρμακα, και τα έδιναν μετά στους αντάρτες. Κάτι Γερμανοτσολιάδες προδότες τον έπιασαν και τον σακάτεψαν στο ξύλο. Αν μέναμε εκεί, θα τον σκότωναν.

Με τα χίλια ζόρια ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο, μπροστά στα μάτια μας, οι χαφιέδες τον αποτελείωσαν. Εβγαζε αίμα από παντού, από το στόμα, τη μύτη, τ’ αυτιά. Χτύπησαν και τη μητέρα μου. Εγκυο γυναίκα. Από τη Θεσσαλονίκη πήραμε το πλοίο “Κορινθία” κι επιστρέψαμε στη Νέα Ιωνία. Η υγεία του πατέρα μου είχε κλονιστεί. Εκανε συνέχεια αιμοπτύσεις. Υπέφερε και από έλκος στομάχου που τον βασάνιζε χρόνια, καταλαβαίνεις… Πρέπει να ήταν στις αρχές του ’45. Η μητέρα μου με συμβούλεψε να πάω σε κάτι συγγενείς μας στα Μελίσσια. Κουβάλαγα ξύλα μ’ ένα καροτσάκι και τα πουλούσα στη Νέα Ιωνία. Με πιάσαν πάλι οι “χίτες” και με τσάκισαν στο ξύλο. Τρεις ολόκληρες μέρες με χτυπούσαν στο αστυνομικό τμήμα της Κηφισιάς, γιατί ο γιoς του θείου που με φιλοξένησε ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ στην Κατοχή και μου ζητούσαν να τους δώσω πληροφορίες. Με θεωρούσαν σύνδεσμο. Ηρθε η μάνα μου, έκλαψε, τους παρακάλεσε, ήταν και σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση και με αφήσανε».
Σε επόμενο κεφάλαιο περιγράφει την περίοδο που ο νεαρός τότε Στέλιος αρχίζει να παλεύει για το μεροκάματο στο εργοστάσιο Εσπερος, όπου επεξεργάζονται τα παλιά στρατιωτικά ρούχα, και περιγράφει στον συγγραφέα τις σκληρές του αναμνήσεις, αλλά και το ξεκίνημά του στο τραγούδι: «Φορούσαμε ένα πανί που κάλυπτε τη μύτη και το στόμα, γιατί στον θάλαμο διάλυσης των παλιών ρούχων η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Επρεπε να έχεις δυνατά και καθαρά πνευμόνια, γιατί οι χημικές σκόνες που χρησιμοποιούσαν “σκοτώναν” την αναπνοή. Βαριά κι ανθυγιεινή εργασία. Ενα μεσημέρι, ενώ έχω γυρίσει από τη φάμπρικα, “σκαλίζω” την κιθάρα και τραγουδάω. Η μάνα μου μαγείρευε εκείνη την ώρα. Κάποιος πέρναγε απέξω από το σπίτι και με άκουσε. Ηταν ο Μάνθος Βενέτης, καλή του ώρα, που έπαιζε κιθαρίτσα και μπουζουκάκι. Ερασιτεχνικά κι αυτός, αλλά είχε κάποιο όνομα. Μηχανικός αεροπλάνων ήταν η δουλειά του, κάπου στην Αυστραλία πρέπει να βρίσκεται. Λοιπόν, ο Βενέτης ξαφνικά χτυπάει την πόρτα κι εμφανίζεται… μπροστά στη μάνα μου και τη ρωτάει: “Μαντάμ, ποιος τραγουδάει; Από πού βγαίνει αυτή η φωνή;”. Εκείνη του απάντησε: “Ο γιος μου είναι, περάστε μέσα…”.

Αυτός, πονηρός, γνωρίζοντας ότι η παρουσία ενός ξένου θα με σταμάταγε, περίμενε να τελειώσω το τραγούδι μου και μετά μπήκε μέσα και μου είπε: “Κοίταξε, δεν θα σου πω πολλά. Λέγομαι Βενέτης και μένω εδώ πιο κάτω. Εμαθα για σένα. Τυχαία τώρα που πέρναγα από εδώ, σε άκουσα και θέλω να γίνεις τραγουδιστής σε ένα συγκρότημα που φτιάχνω”. Εγώ στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί μου μιλούσε… Ετσι ξεκίνησα μαζί του να παίζω τα Σαββατοκύριακα στα ταβερνάκια της περιοχής. Η αμοιβή μας ήταν ένα πιάτο τας κεμπάπ, λίγη φέτα, πατάτες τηγανητές, μαρουλάκι και κρασάκι. Εβγαινε και κάνα χαρτζιλίκι για να συμπληρώνω το μεροκάματο. Γιατί όλοι στο συγκρότημα ήμασταν άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης. Μου άρεσε που όργανα συνόδευαν τη φωνή μου, γιατί μέχρι τότε τραγούδαγα μόνος μου. Μετά από 2-3 μήνες, όπου κάναμε πρόβες κ.λπ., είχαμε αρχίσει να φτιάχνουμε κάποιο όνομα και πηγαίναμε σε γάμους, βαφτίσια και χαρές. Γιατί και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήταν μουσικοί ποιότητας. Αρχισα σιγά-σιγά να συνειδητοποιώ ότι κάτι συμβαίνει με τη φωνή μου. Θυμάμαι, σε μια ταβέρνα στην Κηφισιά, όπου με είχαν βάλει στη δεύτερη γραμμή. Τότε το παλκοσένικο δεν είχε σκαλοπάτια. Ητανε ίσιο. Καθόντουσαν λοιπόν μπροστά, στην πρώτη γραμμή, η Α’ Εθνική κι εγώ πίσω με τα τσικό… Οταν έκλεισε το μαγαζί και άρχισε να φεύγει ο κόσμος, έπιαναν όλοι τον επιχειρηματία και του λέγανε: “Την άλλη βδομάδα που θα ’ρθουμε -γιατί τότε δουλεύαμε Σαββατοκύριακα-, αυτό το παιδί που το ’χετε εκεί πίσω, να το βάλετε μπροστά. Για να τον βλέπουμε κιόλας, όχι μόνο να τον ακούμε”. Γιατί ο κόσμος έχει διαίσθηση, καταλαβαίνει τι του δίνεις την ώρα που τραγουδάς. Ο κόσμος κατατάσσει τον καλλιτέχνη εκεί που του πρέπει. Οταν ακούνε τα τραγούδια μου, ακούνε την ψυχή μου…».

«Στα χρόνια του ’50, οι μπουζουξήδες αποφεύγουν να κυκλοφορούν με το όργανο στα χέρια σε ώρες και μέρη αιχμής. Η ιδιότητά τους αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή, όπως και αυτή της τραγουδίστριας. Ο Καζαντζίδης στις συζητήσεις μας για τις ανάγκες της βιογραφίας του θα με εκπλήξει για μία ακόμη φορά με τις τοποθετήσεις του», επισημαίνει ο Κώστας Μπαλαχούτης. «Παναγιά μου! Οταν λέγαν “αυτός είναι χασικλής”, όλοι γυρίζαμε απ’ την άλλη. Και λίγο πριν ακόμα χρονικά, ακόμα κι αυτός που κράταγε μπουζούκι είχε την ίδια τύχη με τον χασικλή. Αυτή ήταν η μοίρα του μπουζουκιού τότε. Ομως, σιγά-σιγά καταφέραμε όλοι εμείς με τη συμπεριφορά μας, την καλοσύνη μας, με αγώνες να αλλάξουμε τα πράγματα.
Εγώ το ’50 ξεκίνησα σαν ευρωπαΐστας τραγουδιστής. Ελεγα τραγούδια του Γούναρη, του Πολυμέρη. Ακόμα μ’ αρέσουνε και εξακολουθώ να τα τραγουδώ. Μιλάμε για την καλή μαγιά του ελαφρού τραγουδιού, για αριστουργήματα σπουδαίων συνθετών και στιχουργών. Οι λαϊκοί συνθέτες στο ξεκίνημά μου δεν κατάλαβαν την πάστα της φωνής μου. Με προόριζαν για βαριά ρεμπέτικα στο μάγκικο στυλ, που εμένα δεν μου άρεσαν. Εννοώ τραγούδια με χασικλίδικο περιεχόμενο που δεν ταιριάζουν στον χαρακτήρα μου και σε αυτά που θέλω να περάσω στον κόσμο. Σιγά-σιγά αντιλήφθηκαν τις δυνατότητές μου, κι αν θες, η φωνή και το ύφος που τραγουδάω έγιναν η αιτία να ανασκουμπωθούν και να γράψουν κοινωνικά τραγούδια… από αυτά που μου πήγαιναν, σαν προσωπικότητα, σαν βιώματα».
Ο Kαζαντζίδης περιγράφει σε άλλο σημείο το πρώτο ραντεβού του με τη Μαρινέλλα:

«Το πρώτο μας ραντεβού με τη Μαρινέλλα ήταν σε μια βάρκα… Ναι, είναι αλήθεια. Το ίδιο βράδυ που γνωριστήκαμε, το πρωί μετά, χωρίς καν να πάμε για ύπνο, πήγαμε για ψάρεμα. Πρώτα απ’ όλα, μου άρεσε η Μαρινέλλα σαν τραγουδίστρια. Είχε κάτι το διαφορετικό από τις άλλες που είχα δει μέχρι τότε. Μαζί με το τραγούδι έκανε κάτι χορευτικά και γενικά είχε μια θεατρικότητα. Νομίζω ότι είχε κάνει και κάποιες περιοδείες με γνωστούς θιάσους στην επαρχία και στα νησιά, όπου έλεγε τραγούδι της Βέμπο. Την παρακολούθησα κι εγώ σε μια παράσταση που έδωσε, αν θυμάμαι καλά, στο στρατιωτικό θέατρο. Τραγουδούσε πολύ όμορφα και σιγά-σιγά μαζί μου προσαρμόστηκε στο λαϊκό στοιχείο. Η φωνή της ταίριαζε απόλυτα με τη δική μου, κόλλησε πάνω μου όσο καμιά άλλη φωνή. Στην αρχή ήμουν λίγο επιφυλακτικός μαζί της, μετά τον χωρισμό μου με την Γκρέυ… Ενα άλλο κοινό στοιχείο που είχαμε ήταν ότι μου άρεσε πολύ ο κινηματογράφος. Και πρέπει να ξέρεις ότι με τη Μαρινέλλα χωρίσαμε σαν φίλοι κι έχουμε παραμείνει φίλοι, με καλά και αγνά αισθήματα ο ένας για τον άλλο».
Ο ίδιος περιγράφει τη μεγάλη απογοήτευσή του για την αλλαγή στη διασκέδαση της νύχτας και τους λόγους που τον οδήγησαν να σταματήσει τις εμφανίσεις του στα μαγαζιά:
«Ηθελα να φύγω αρτιμελής από τη δουλειά της νύχτας. Οπως ξέρεις, λόγω της λατρείας του κόσμου, χωρίς να το θέλω, έκανα ζημιά στα διπλανά μαγαζιά, μάζευα όλο τον κόσμο. Πολλοί καταστηματάρχες είχαν αρχίσει να με εκβιάζουν με διάφορα κόλπα. Κάτι νταήδες, φουσκωτοί, πιστολάδες της εποχής εκείνης με απειλούσαν. Μερικές φορές με στρίμωξαν επικίνδυνα, με χτύπησαν κιόλας. Αναγκάστηκα να έχω μπράβους για να με φυλάνε, και κάπου άρχισε το τραγούδι να με διώχνει. Καθημερινά οι μπράβοι μου χτυπούσαν το κουδούνι του σπιτιού για να δουν αν είμαι εντάξει…
Δεν ήταν αυτό το τραγούδι που αγάπησα και για το οποίο μόχθησα τόσο. Επίσης είχε αρχίσει να αλλάζει και η διασκέδαση. Από τις οικογένειες που ερχόντουσαν στα μαγαζιά, γεμίσαμε από άτομα που κέρδιζαν τα λεφτά στο γόνατο και θέλαν να επιδειχτούν και περάσαμε στις φασαρίες, στα σπασίματα κ.λπ. Γι’ αυτό πήρα την απόφαση να σταματήσω από τα πάλκα. Δυστυχώς με εκτόπισαν πρόωρα από αυτήν τη δουλειά και γι’ αυτό υπάρχει μια πίκρα μέσα μου».

Τις νύχτες τρόμου που πέρασε τις περιγράφει στον διακεκριμένο δημοσιογράφο και φίλο του Πάνο Γεραμάνη:
«Στο κέντρο “Μαντουμπάλα” (“Φλορίντα”) έγινε ένα πολύ χοντρό επεισόδιο, όπου όλοι φοβηθήκαμε για τη ζωή μας. Το μαγαζί λειτουργούσε τότε ως κοινή επιχείρηση Κουλουριώτη (είχε το ομώνυμο θερινό κέντρο στο Μοσχάτο) και Χειλά (ήταν ο ιδιοκτήτης της “Τριάνας”). Μόλις άνοιξε το μαγαζί, έκαναν την εμφάνισή τους οι μπράβοι, με πρώτο και καλύτερο τον Κατσιμίχα. Ηταν ντυμένοι στην πένα, έτρωγαν, έπιναν και αυτοκλήτως ήταν υπεύθυνοι να μη γίνονται φασαρίες και φυσικά ζητούσαν ποσοστά για τη “δουλειά τους” από τους επιχειρηματίες κι από εμένα. Μια νύχτα, όμως, το μαγαζί χάλασε σ’ έναν άγριο καβγά μεταξύ δύο “υψηλών αξιωματούχων” νονών της αθηναϊκής νύχτας και του υποκόσμου. Ο Σταύρος Κατελάνος έκανε φασαρία με τον Ντίνο Μαργαρίτη για την προστασία των “κοινών” γυναικών της Αγίου Κωνσταντίνου, της Ακομινάτου και γενικά της Ομόνοιας. Ο τσακωμός τους ήταν άγριος και ήταν ο δεύτερος, γιατί είχε προηγηθεί κι άλλος σε κάποια λέσχη της οδού Δώρου. Ο Κατελάνος έφυγε από εκεί και ήρθε στο κέντρο μας. Ο Μαργαρίτης, που τον κατεδίωξε, ήρθε κι αυτός κρατώντας πιστόλι. Ο Κατελάνος, όταν ήρθε πρώτος στο μαγαζί, κάθισε μόνος σ’ ένα μπροστινό τραπέζι κι άρχισε να μας προκαλεί με πολύ άσχημο τρόπο.
Με υποχρέωσε με το περίστροφο πάνω στο τραπέζι του να του πω 6-7 φορές συνέχεια το ίδιο τραγούδι. “Συννεφιασμένο σούρουπο” ή “Ο Γεντί Κουλές στενάζει”. Ο κόσμος που διασκέδαζε δυσανασχετούσε. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Τραγουδούσα με τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια και τους σολίστες Τσιμπίδη, Αγγέλου, Μεϊμάρη και τον Γιώργο Κουλαξίζη. Ο Κατελάνος μόλις είχε βγει από τη φυλακή και το άκουγε συχνά, γι’ αυτό επέμενε να του το πω τόσες φορές. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή δάγκωνε ένα μήλο και μου έδινε πιεστικά το άλλο μισό. Τότε μπαίνει μέσα ο Μαργαρίτης, με πιστόλι κι αυτός. Ηταν πολύ “φτιαγμένος” και πάει να κεράσει τον Πανολιάσκο ένα κονιάκ. Ο Κατελάνος, πριν προλάβει να πιει το κονιάκ, δέχεται αιφνιδιαστική επίθεση από τον Μαργαρίτη, ο οποίος του τοποθετεί το περίστροφο στο στόμα και ενώ προσπαθεί να απωθήσει τον Μαργαρίτη, εκείνος τραβάει τη σκανδάλη και τον τραυματίζει βαριά στο κεφάλι. Δημιουργείται πανικός στο μαγαζί από τους πυροβολισμούς κι όλοι πιστέψαμε πως ο Μαργαρίτης σκότωσε τον Κατελάνο. Ομως, ο πρώτος συνελήφθη κι ο δεύτερος με πολύ βαριά τραύματα γλίτωσε τη ζωή του. Το μαγαζί διαλύθηκε κι εμείς όλοι στο πάλκο ήμασταν σοκαρισμένοι».
Αλλο μεγάλο κεφάλαιο στην πορεία του Καζαντζίδη είναι η εκμετάλλευση από τις εταιρείες σε βάρος των καλλιτεχνών. Λέει ο ίδιος στον συγγραφέα: «Ηταν τόσο μεγάλη που κάποια στιγμή αγανάκτησα. Για κάθε ένα από αυτά τα αριστουργήματα που ακούει μέχρι σήμερα ο κόσμος και συγκινείται ακόμα, έπαιρνα το αντίτιμο χονδρικής πώλησης ενός δίσκου, 21,5 δραχμές. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και μάλιστα δεν πληρωνόμασταν με χρήματα παρά μας έδιναν έναν δίσκο. Μια λεπτομέρεια ποταπή, μια φτηνή ενέργεια της εταιρείας με σκοπό να τον βάλεις να τον ακούσουν άλλοι 10 και οι 8 να ’ρθουν να αγοράσουν άλλους δίσκους. Τέτοια ελεεινά πράγματα γινόντουσαν τότε. Είχα αποφασίσει να κοιτάξω περισσότερο το θέμα του δίσκου, γιατί, όπως ξέρεις, σε όποιο μαγαζί κι αν εμφανιζόμουν, τα διπλανά κέντρα ερήμωναν -ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπό μου-, με αποτέλεσμα πολλοί μαγαζάτορες να με απειλούν, να μου κάνουν φασαρίες κ.λπ., και επιθυμία μου ήταν να παρατήσω τη νύχτα και να κοιτάξω περισσότερο τη δισκογραφία.

Οταν τραγούδησα το “Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή”, έπιασα τον Λαμπρόπουλο και του είπα: “Κοίταξε να δεις, δεν μπορώ εγώ να λέω τέτοια διαμάντια, από τα οποία η εταιρεία κερδίζει τεράστια ποσά, και να πληρώνομαι με έναν δίσκο, 21,5 δραχμές. Θέλω λοιπόν να μου δίνεις ένα πενηνταράκι ποσοστά για κάθε δίσκο μου που θα πουλιέται”. Εκείνος πήδηξε μέχρι το ταβάνι και μου απάντησε: “Μη φωνάζεις και μας ακούσει κανείς. Ξέρεις τι μου ζητάς τώρα; Είναι σαν να λες δημόσια ότι είμαι κομμουνιστής”. Χαμογέλασα με πίκρα και αγανάκτηση: “Αστεία παρομοίωση μου κάνεις. Τι είναι αυτά που λες. Εδώ κάνουμε μια εμπορική συναλλαγή. Σου πουλάω τη φωνή μου και εσύ σαν έμπορος έχεις υποχρέωση να μου πεις αν δέχεσαι ή όχι”. “Υπάρχουν κάποια συμβόλαια…” μου απάντησε. “Βεβαίως, θα περιμένω να τελειώσουνε…” του είπα. Αυτός ήταν ο λόγος, η στυγνή εκμετάλλευση που γινότανε σε μένα και τους άλλους συναδέλφους μου, που μεταπήδησα σε άλλη εταιρεία».
Σε άλλο σημείο, ο Καζαντζίδης περιγράφει τις περιπέτειες με τα ταξίδια στο εξωτερικό: «Την Αμερική την ήξερα κυρίως από ταινίες. Την εποχή εκείνη ο Χατζηχρήστος είχε φέρει ένα πανάκριβο μπαλέτο απ’ τη Γαλλία, απ’ το Καζινό ντε Παρί. Δεν έβγαινε. Τα έξοδα ήταν δυσβάσταχτα για το ελληνικό θέατρο. Με παρακάλεσε, λοιπόν, να του συμπαρασταθώ για καμιά δεκαπενταριά μέρες. Δέχτηκα. Εγινε ακριβώς ό,τι είχε γίνει και με τον Θεοδωράκη. Στο διάστημα αυτό, μετά το τέλος μιας βραδινής παράστασης, με φώναξε για να μιλήσουμε με κάποιον κύριο που είχε έρθει από την Αμερική για να κλείσει τον θίασο. Στη διάρκεια της συζήτησης, μου έγινε η πρόταση να ακολουθήσω τον θίασο και να αναλάβω την τραγουδιστική μερίδα. Οπως καταλαβαίνεις, δεν χρειάστηκε πολύ για να πω το “ναι” για την Αμερική. Θα λέγαμε γύρω στα δέκα τραγούδια με τη Μαρινέλλα. Πρώτος μας σταθμός το Σικάγο. Εκεί μας υποδέχτηκε το μεγάλο αφεντικό, μ’ ένα πούρο τεράστιο. Η μαύρη Κάντιλακ με το χώρισμα στη μέση, μικρόφωνο, απ’ το οποίο μίλαγε στον οδηγό από το πίσω κάθισμα, κι ένα κουμπί συρταρωτό που άνοιγε το τζάμι. Γραμμή για το “Χίλτον”. Οι παραστάσεις, σε μια πολύ αξιόλογη αίθουσα, είχαν μεγάλη επιτυχία. Μετά το Σικάγο περάσαμε στον Καναδά. Στη συνέχεια επιστρέψαμε στο Σικάγο και πιάσαμε Κλίβελαντ, Ντιτρόιτ.

Προσέχαμε τον Χατζηχρήστο… Είχε πάει στην Αγγλία για μια γρήγορη θεραπεία πριν έρθει στην Αμερική. Σε κάποια όμως από τις Πολιτείες της Αμερικής που γυρνούσαμε, πήρε απ’ το ξενοδοχείο τηλέφωνο την Ντιριντάουα στην Ελλάδα κι αυτή του είπε να τα μαζέψουμε αμέσως και να γυρίσουμε πίσω. “Πρόκειται για απατεώνες”, του είπε. Οι επιταγές που μας είχαν δώσει για προκαταβολή όχι μόνο δεν είχαν αντίκρισμα, αλλά δεν υπήρχε καν η τράπεζα που τις είχε εκδώσει. Μαθαίνω την απάτη, παίρνω στο τηλέφωνο τον Λιγνάδη, τον δικηγόρο μου στην Αθήνα.
Μου λέει: “Ναι, Στέλιο, πρόκειται για απατεώνες”. Οι παραστάσεις πλησίαζαν προς το τέλος τους. Είχα αγριέψει. Ημασταν στην προτελευταία πιάτσα. Φεύγοντας από τη Βοστόνη πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη. Εκεί πια τελειώναμε. Λέω: “Αν δεν μας δώσετε τα χρήματα, εγώ δεν εμφανίζομαι στη Νέα Υόρκη”. Τους ζήτησα τα χρήματα προκαταβολικά. Δίναμε συνολικά πέντε παραστάσεις στο Κάρνεγκι Χολ. Δύο την Παρασκευή, δύο το Σάββατο και μία την Κυριακή. Ολα τα εισιτήρια ήταν προπουλημένα. Τέλος πάντων, αν θυμάμαι καλά, μου δώσανε κάποια δυο χιλιάδες δολάρια για χαρτζιλίκι και τα εισιτήρια της επιστροφής. Δίνω τόπο στην οργή και λέω: “Αϊ στο διάολο! Να τραγουδήσουμε να τελειώνουμε”. Την Αμερική φυσικά δεν την είδα κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Δεν πρόλαβα, ας πούμε, λόγω των καλλιτεχνικών υποχρεώσεων, να την ψάξω. Κατάλαβα, όμως, ότι επρόκειτο για μια αξιόλογη χώρα, ότι είχα αφήσει εκεί ένα κομμάτι του εαυτού μου κι έπρεπε να ξαναπάω να τη δω μια άλλη φορά σωστά».
Το 1962 ο Καζαντζίδης θα τραγουδήσει ένα βαθιά κοινωνικοπολιτικό και ανθρώπινο τραγούδι και διηγείται:
«Σε μια περιοδεία που πραγματοποιούσα στη Χαλκίδα, όταν είπα το “Μια καινούργια κοινωνία θε να κτίσω / και τη σάπια την παλιά να την γκρεμίσω. / Δίχως φτώχεια, δίχως πόλεμο και μίση / η ανθρώπινη η πλάση για να ζήσει”, με περίμεναν στο καμαρίνι πέντε της Ασφάλειας, με τις ζωστήρες, έτοιμοι να μας πλακώσουνε. Οταν τους είπα ότι το τραγούδι το έχει γράψει κάποιος δικός τους, ο ενωμοτάρχης Χρήστος Κολοκοτρώνης, με τα χίλια ζόρια κατάφερα να γλιτώσω. Το συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά και άλλα τα περνούσαμε στον δίσκο με αλλαγές στον στίχο. Ημουν τυχερός που μερικοί δημιουργοί είχαν κάποιες προσβάσεις, όπως ο παραπάνω ή κι ο Βίρβος, που ήταν υπάλληλος σε κρατική υπηρεσία και κάπου κατάφερνα να περνάω τα κοινωνικά μου τραγούδια».
Ο Καζαντζίδης ήδη από το ξεκίνημά του, αλλά και στη συνέχεια, το 1955, και πάντα σε στίχους Κολοκοτρώνη, είχε χαρακτηρίσει την τότε κοινωνία «ένοχη», με συνέπεια μοιραίες λογοκριτικές επεμβάσεις.
Φωτογραφίες: Από το βιβλίο
ΠΗΓΗ:www.protothema.gr
Δημοσιευμένο από : admin
© Copyright 2024 www.gpradio.gr. All Rights Reserved. by Magic Streams L.P