Tης Βέρας Σιατερλή
Η Χρύσα Βαρδέα –Μαυρομιχάλη μια από τις σημαντικότερες και διεθνούς φήμης γλύπτρια και ζωγράφος, εικαστικός, ήταν γνωστή στο διεθνές κοινό ως Chryssa. Ελληνίδα στην καταγωγή, ούτε μια στιγμή δεν αρνείται την ταυτότητά της, αν και πολλά λεξικά και μουσεία του κόσμου την καταγράφουν σαν Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 31 Δεκεμβρίου του 1933 στην περιοχή του Ζωγράφου. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 79 ετών, λίγες μέρες πριν τα γενέθλια της. (Άρθρο μου για τον θάνατό της βρίσκεται στο αρχείο του μωβ με τίτλο «Έφυγε η διεθνούς φήμης γλύπτρια Χρύσα») Έργα της βρίσκονται σε διάφορα μουσεία, πινακοθήκες και συλλογές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η οικογένειά της, από την πλευρά του πατέρα της καταγόταν από τη γνωστή μανιάτικη οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων ενώ ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν τον γνωρίσει. Η οικογένειά της δεν ήταν πλούσια, είχε όμως υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ουσιαστική επαφή με τις τέχνες. Η μάνα της, χήρα στα 27 της, ήταν πολύ φτωχή, με τρία ορφανά κορίτσια. Αρχικά σπούδασε κοινωνική λειτουργός στην Αθήνα.
Η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία αρχίζει το 1953 οπότε φεύγει για το Παρίσι και σπουδάζει στην Ακαδημία Grande Chaumière. Το 1954 αναχωρεί για την Αμερική και συνεχίζει τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας για άλλο ένα χρόνο (California School of Fine Arts). Από το 1955, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, όπου και δημιουργεί το εργαστήριό της. Εκεί θα επηρεαστεί από την Times Square και τα φώτα της. Η περιοχή αυτή θα γίνει πηγή έμπνευσης για αυτήν. Το έργο της σύντομα αναγνωρίστηκε και εντάχθηκε στην αμερικανική καλλιτεχνική πραγματικότητα, μεταξύ των ανανεωτικών προτάσεων που διαδέχθηκαν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Εκεί έμελλε να μεσουρανήσει ως μία από τις πιο ευρηματικές και καινοτόμους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Αν και η ίδια απέδιδε την αναγνώρισή της στην τύχη, η προσεκτική παρατηρήτρια/ης διαπιστώνει ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο, αφού τα έργα της απηχούν θέση και άποψη, σκληρή δουλειά και στοχασμό πάνω στην σύγχρονη εποχή, τον κόσμο των πόλεων και της μαζικής κουλτούρας.
Έργα και Εκθέσεις
Υπήρξε από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του λουμινισμού στο χώρο της γλυπτικής. Είναι γνωστή για την χρήση υλικών όπως χάλυβα, αλουμίνιο, γύψο, πλεξιγκλάς αλλά και τα φώτα νέον. Τα έργα της είναι εμπνευσμένα από την ζωή των μεγάλων αστικών κέντρων, διακρίνονται από βάθος και εύρος, διαφορετικές προσεγγίσεις και συνεχή έρευνα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στα σημεία και τα σύμβολα που κυριαρχούν στο γραπτό λόγο της μαζικής επικοινωνίας, σε έντυπα και επιγραφές.
Η καθαρώς εικαστική αντιμετώπιση των γλωσσικών συμβόλων ήταν ήδη φανερή από τα πρώιμα έργα της (ζωγραφικά, ανάγλυφα ή τρισδιάστατα). Μέσα στη δεκαετία του 1960 αναπτύχθηκε το γνωστότερο χαρακτηριστικό της δουλειάς της, η χρήση των φωτεινών σωλήνων με νέον σε διάφορα σχήματα και χρώματα, μια σαφής παραπομπή στη λάμψη των διαφημιστικών πινακίδων (Οι Πύλες της Times Square, 1964-1966). Το πρώτο της μεγάλο έργο, τα Κυκλαδικά Βιβλία (γύψοι 1957-62), χαρακτηρίστηκαν από την κριτικό τέχνης Μπάρμπαρα Ρόουζ ως προάγγελος του Μινιμαλισμού. Η ίδια είχε πει: «η καθαρότητα και η μεγάλη αφαιρετικότητα είναι η δύναμή τους». Η μελέτη για τη στατικότητα του φωτός την οδηγεί σε πολλαπλές σκέψεις, για να καταλήξει: «η φόρμα είναι στατική, δεν κινείται και δεν τίθεται σε ενέργεια με τη χρήση τεχνητού φωτός, αλλά μόνο με το φυσικό φώς». Η πρώτη της ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1961 στη γκαλερί της Betty Parsons και την ίδια χρονιά ο διευθυντής του μουσείου Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης Τόμας Μέσερ την επέλεξε για να εγκαινιάσει μια σειρά από ατομικές εκθέσεις στο χώρο του μουσείου.
Στα γλυπτά της, που συχνά είναι μεγάλων διαστάσεων, χρησιμοποιεί διάφορες κατασκευαστικές μεθόδους και υλικά (αλουμίνιο, ατσάλι, πλεξιγκλάς, νέον και άλλα). Σε διάφορα έργα της εμπνευσμένα από την Times Square (1966), την οποία συνδέει με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χρησιμοποιεί αλουμίνιο και φώτα νέον.
Το έργο της Οι Πύλες της Times Square (Albright Knox Art Gallery), σύνθεση από ανοξείδωτο ατσάλι, πλεξιγκλάς και φώτα νέον, αποτελεί την καλλιτεχνική κορύφωση της αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά αμερικανικά γλυπτά. Στο έργο αυτό, που έχει την μορφή δύο μεγάλων Α, χρησιμοποιεί φώτα νέον.
«Τα έργα με νέον έχουν περισσότερη σχέση με το σπειροειδές πλησίασμα του φωτός που μπορεί κανείς να βρει σ’ έναν πίνακα του Γρέκο. Στην τέχνη δεν υφίσταται μόνο του το θέμα, είτε αυτό λέγεται Times Square είτε Chinatown, αλλά το πώς το χειρίζεται κανείς. Όλα αυτά, οι επιγραφές της Chinatown, οι εφημερίδες, έχουν να κάνουν με τον αιώνα μας, με τα σύμβολα επικοινωνίας, με τα μίντια, με την εποχή μας. Συγχρόνως όμως αντιπροσωπεύουν και τις περασμένες πλαστικές εποχές, την αρχαία Ελλάδα, την Κίνα, την Αίγυπτο. Υπάρχει μια σύγχρονη ανατομία. Όπως χρησιμοποιούσε ανατομία ο Πραξιτέλης, ο Μιχαήλ Άγγελος, υπάρχει και μία ανατομία σε οτιδήποτε σύγχρονο γίνεται. Είτε το θέμα του είναι συγκεκριμένο είτε αφηρημένο. Αυτό είναι το λεξιλόγιο της σύγχρονης τέχνης» (Chryssa).
Ο χρυσός κανόνας της δημιουργού εμπεριέχεται σε μία φράση που συχνά επαναλάμβανε: «Σημαντικό είναι να δημιουργώ ένα έργο της εποχής μου». Γι αυτό τα έργα της δεν φοβούνται τον χώρο και τον χρόνο. Όπου κι αν βρίσκονται κατορθώνουν να στέλνουν μηνύματα αισιοδοξίας και ανάτασης σε όσους αναζητούν την εσωτερική πνευματικότητα της δημιουργίας.
Είχε κάνει πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις στην Αμερική και στην Ευρώπη. Είχε εκθέσει έργα της σε πάρα πολλά διάσημα μουσεία και γκαλερί στον κόσμο όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) στην Νέα Υόρκη, το Minneapolis’ Walker Art Center (1968), το Whitney (1972), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Μόντρεαλ (1974), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι (1979), το 1980 στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στα Ινστιτούτα Σύγχρονης Τέχνης της Βοστώνης και του Λονδίνου και έχει συμμετάσχει σε διάφορες εκθέσεις όπως οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1963, 1969) της Βενετίας (1972), και η Documenta 4 (1977, Kassel, Γερμανία). Αξιοποίησε το νέον ως πλαστικό μέσο και τις αναλύσεις του φωτός ως κίνητρο δημιουργικής έκφρασης μ’ έναν εντελώς προσωπικό τρόπο. Επίσης συναναστράφηκε σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης που εκείνη την εποχή κινούνταν στην Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα παρουσίασε την πρώτη της ατομική το 1979 στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Πολλά έργα της κοσμούν δημόσιους χώρους σε διάφορα μέρη του κόσμου. Παρά τον τεχνολογικό τους χαρακτήρα, τα έργα της, αναδεικνύουν τις λεπτές αποχρώσεις μιας εντελώς προσωπικής ευαισθησίας. Το όραμα της γλύπτριας εκφράζεται μέσα από το παιχνίδι με το φως, την αρμονική οργάνωση των συνθέσεων, τα εμβληματικά ιδεογράμματα και τις διακριτικές αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο ή στη γυναικεία υπόσταση.
Στον ελληνικό δημόσιο χώρο συναντά κανείς καθημερινά δυο σημαντικά έργα της, την εμβληματική «Κλυταιμνήστρα» (1967), που δεσπόζει στο προαύλιο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
«Κλυταιμνήστρα» Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Ανοξείδωτο Ατσάλι, Πλέξιγλας, Φώτα Νέον
Καθώς και το έργο της Mott Street (αλουμίνιο και μεταλλικό χρώμα, 358 x 226 x 135 εκ.1981), επηρεασμένο από την Chinatown του Μανχάταν, που βρίσκεται στον σταθμό «Ευαγγελισμός» του Μετρό της Αθήνας.
Mott Street (1983) – Σταθμός Ευαγγελισμού, Μετρό Αθήνας, Αθήνα
Έργα της έχει χαρίσει, επίσης, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Το 1992 επιστρέφει στην Αθήνα μετά από τριάντα πέντε χρόνια, αναζητώντας ένα ερημητήριο μέσα στην πόλη για να πραγματοποιήσει τη νέα γλυπτική της σύλληψη, οπότε δημιούργησε τη σειρά έργων (Cinema Oasis), χρησιμοποιώντας ως εργαστήριο την αίθουσα ενός παλιού κινηματογράφου. Από το 2007 ζει μόνιμα στην Αθήνα. Αργότερα μοιράζει το χρόνο της μεταξύ του εργαστηρίου της στον Νέο Κόσμο και του εργαστηρίου της στο Broadway, στη Νέα Υόρκη. Με ένα σημαντικό κληροδότημα, που περιλαμβάνει μνημειακά έργα τέχνης, χρήματα και ένα ακίνητο, προίκισε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η διεθνής Ελληνίδα γλύπτρια. Το ΕΜΣΤ είναι ο βασικός κληρονόμος της σύμφωνα με τη διαθήκη της, που άνοιξε μερικούς μήνες μετά τον θάνατό της. Σύμφωνα με τη διαθήκη, η Chryssa άφησε στο ΕΜΣΤ έξι από τα ιστορικά έργα της συλλογής «Cityscapes» (Τοπία Πόλεων), δημιουργίες τρισδιάστατες και επιτοίχιες, φτιαγμένες από φώτα νέον και το αλουμίνιο με το οποίο κατασκευάζονται τα αεροσκάφη, το 50% των χρημάτων και χρεογράφων της καθώς και ένα διαμέρισμα. Ακόμη κατά την διαθήκη δωρίζει στο ΕΜΣΤ «όλα τα σχέδια, τις μεταξοτυπίες, τις μακέτες, τα ζωγραφικά έργα και γενικά όλα τα εικαστικά έργα που θα βρεθούν στην κατοχή μου κατά το χρόνο του θανάτου μου καθώς και όλο το αρχείο μου (έγγραφα κ.λπ.). Έχει ενδιαφέρον το ότι εκφράζει ρητά την επιθυμία οτιδήποτε άλλο βρεθεί, πέρα από όσα καταγράφει στη διαθήκη της, να αποδοθεί στο ΕΜΣΤ.
Σχετικά με τις γυναίκες καλλιτέχνιδες είχε εκφράσει την άποψη:
«Τα τελευταία σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα έδειξαν ότι οι γυναίκες μπορούν να επιπλεύσουν. Είναι ο πρώτος αιώνας που εμφανίζονται στη δημόσια ζωή. Παλαιότερα υπέγραφαν τα βιβλία τους με ανδρικά ψευδώνυμα, γιατί δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Μ’ αρέσει η ζωγραφική της Μαρίκας Σατ, αλλά συνήθως προτιμούμε τη δουλειά των ανδρών της εποχής της. Έχω την αισιοδοξία ότι οι γυναίκες του 21ου αιώνα θα γίνουν τόσο τρομερές, ώστε οι θεατές των έργων τους- οι κριτικοί τέχνης στον δικό μου χώρο- θα τις προτιμούν από τους άνδρες. Το δυσάρεστο με τη γυναίκα καλλιτέχνιδα θα είναι ότι δεν υπάρχει βάση σύγκρισης. Ένας άνδρας ζωγράφος ή γλύπτης μπορεί να ακούσει ότι το έργο του, π.χ., θυμίζει Τζιότο ή Μιχαήλ Άγγελο. Δεν υπάρχει όμως γυναίκα της οποίας το έργο μπορεί να πει κανείς ότι θυμίζει Χρύσα. Αρνούμαι όμως να λάβω μέρος σε εκθέσεις μόνο με γυναίκες, γιατί απορρίπτω το γκέτο».
Πηγές: iset.gr, enet.gr, sansimera.gr, tomov.gr