Gpradio Nr.1 Για νέα μουσική και όλες τις επιτυχίες!
Ο Γιώργος Ζιάβρας, ο αρχιμουσικός με έδρα του την Κολωνία, μιλάει για τον «Κουρέα της Σεβίλλης», τη δημοφιλία του έργου και το μέλλον της κλασικής μουσικής
ΟΓιώργος Ζιάβρας έχει αναλάβει τη μουσική διεύθυνση στον «Κουρέα της Σεβίλλης» που ανεβαίνει για λίγες παραστάσεις στο Ολύμπια- Δημοτικό Θέατρο Μαρία Κάλλας (5, 7 και 9 Φεβρουαρίου), σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου. Ένας μαέστρος αρκετά νέος σε ηλικία -δεν έχει φτάσει τα 40- που κινείται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, με μια πολύ επιτυχημένη πορεία στο ενεργητικό του. Μιλήσαμε μαζί του και μοιράστηκε την εμπειρία του από το ανέβασμα της όπερας στο Ολύμπια, τον λόγο που καθιστά τον «Κουρέα της Σεβίλλης» τόσο δημοφιλές έργο, αλλά και τις τεχνικές προκλήσεις για τον μαέστρο και τους σολίστες.
Είναι ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων του «Κουρέα» μετά τον Οκτώβρη. Τι αλλαγές υπάρχουν εδώ;
Κατ’ αρχάς υπάρχει διαφορετικό καστ, δύο από τους βασικούς ρόλους στις παραστάσεις του Φεβρουαρίου ερμηνεύουν οι αξιόλογοι Βασίλης Καβάγιας (Κόντε) και Μάρθα Σωτηρίου (Ροζίνα). Αυτό που παρατήρησα επίσης κατά τη διάρκεια των τωρινών προβών, είναι πως το έργο είναι πια πιο «χωνεμένο» από όλες και όλους. Και βεβαίως, καθοριστική είναι η συμβολή του Ίωνα Κεσούλη που έχει αναλάβει την «αναβίωση» της σκηνοθεσίας, έχει κάνει πολύ καλή δουλειά.
Είναι η πρώτη φορά που διευθύνετε την όπερα «Ο κουρέας της Σεβίλλης»;
Έχω διευθύνει τον «Κουρέα της Σεβίλλης» και στο παρελθόν, στη Γερμανία, σε μια παραγωγή μάλιστα με πάρα πολλά βίντεο και τους τραγουδιστές να παίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια μπροστά σε blue screen.
Ο Κουρέας της Σεβίλλης ίσως είναι από τα πιο πολυπαιγμένα έργα, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Τι το καθιστά τόσο δημοφιλές;
Αυτό που κάνει το έργο διαχρονικά δημοφιλές είναι, σίγουρα, η επικαιρότητα των θεμάτων που πραγματεύεται. Ζητήματα όπως η κοινωνική ανέλιξη και ο ρόλος της γυναίκας παραμένουν πιο επίκαιρα από ποτέ, στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Παράλληλα, πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη, σκαμπρόζικη και γοργών ρυθμών κωμωδία, ενώ η μουσική και οι μελωδίες του Ροσίνι συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο γνωστές και αριστουργηματικές του είδους. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ανεβαίνει συχνά στην Ελλάδα – είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό έργο, γιατί απευθύνεται σε πολλά και διαφορετικά κοινά.
Ποια είναι η δική σας προσέγγιση στο έργο; Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον σκηνοθέτη κ. Βασίλη Παπαβασιλείου;
Η όπερα δεν είναι εύκολο είδος. Προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, πολύ αρμονική σύμπλευση μεταξύ μαέστρου και σκηνοθετικής ομάδας. Ο λόγος είναι προφανής: η μουσική διεύθυνση και η δραματουργική και σκηνοθετική προσέγγιση συμφύονται, θες δε θες. Το θέμα είναι να προετοιμάζεις το έργο με επιμέλεια και βαθιά κατανόηση αυτής της ανάγκης.
Ποιες είναι οι τεχνικές δυσκολίες στο συγκεκριμένο έργο για έναν μαέστρο;
Αν μιλάμε για κινησιολογικές τεχνικές δυσκολίες, σίγουρα η ακρίβεια, έτσι όπως είναι γραμμένο το έργο δεν αφήνει περιθώρια «ελευθεριών». Στο επίπεδο της μουσικής προετοιμασίας, θεωρώ πως η μεγάλη δυσκολία είναι η ίδια που είναι και για τα περισσότερα έργα της όπερας: να αποτυπωθεί εύγλωττα η μουσική δραματουργία, να μην είναι απλά μια αράδα όμορφα τραγουδισμένων και παιγμένων μουσικών τόνων.
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον Κουρέα. Ο βαρύτονος είναι εκείνος που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εν αντιθέσει με τις περισσότερες όπερες, όπου ξεχωρίζει ο τενόρος. Πόσο απαιτητικό τεχνικά είναι αυτό για τους σολίστες; Αλλά και για τον μαέστρο, ώστε να κρατήσει τις ισορροπίες στον ήχο;
Βασικά, πρόκειται για έναν πολύ απαιτητικό ρόλο για βαρύτονο, ο οποίος βρίσκεται διαρκώς στη σκηνή, στο επίκεντρο της δράσης – κάτι αρκετά ασυνήθιστο για την όπερα, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνετε.
Η κωμική φύση του έργου, σε συνδυασμό με τον γρήγορο ρυθμό που απαιτεί, καθιστούν τον ρόλο ιδιαίτερα δύσκολο, γι’ αυτό και συνήθως ερμηνεύεται από έμπειρους μονωδούς. Νομίζω πως ο Γιώργος Ιατρού είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, κάτι που απέδειξε και στις παραστάσεις του Οκτωβρίου. Όσον αφορά την ορχήστρα και τις ισορροπίες του ήχου, δεν θα έλεγα ότι αλλάζει κάτι ιδιαίτερα. Αυτά τα έργα είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ισορροπίες να είναι ήδη διαμορφωμένες από τον συνθέτη, πολύ πριν μπει ο εκτελεστής/μαέστρος στην εξίσωση. Το Ολύμπια βέβαια είναι ένα πολύ όμορφο θέατρο και με το σωστό μέγεθος για αυτού του τύπου τα έργα, με μόνη «παρασπονδία» την πολύ ψηλή θέση του ορχηστρικού pit, κάτι που μας δυσκολεύει λίγο παραπάνω στις ισορροπίες μεταξύ φωνής και ορχήστρας.
Κινείστε ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία. Ποια είναι η βάση σας; Η Κολωνία; Ποια είναι διαφορά στη Γερμανία σε αυτά που μπορεί να κάνει ένας καλλιτέχνης σαν κι εσάς;
Τα τελευταία 12 χρόνια ζω στην Κολωνία – την πόλη όπου πήγα ως φοιτητής για να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας και που με «κράτησε» μέχρι σήμερα. Με την Ελλάδα διατηρώ στενές σχέσεις και πάντα επιστρέφω μέσα στη χρονιά για να διευθύνω κάποια παράσταση ή συναυλία, είτε δική μου παραγωγή ή ως επισκέπτης μαέστρος. Η μεγαλύτερη διαφορά στη δουλειά μας στη Γερμανία είναι οι πολύ περισσότερες ευκαιρίες, αφού υπάρχουν περισσότερα θέατρα, φεστιβάλ και αίθουσες συναυλιών, με αποτέλεσμα η ζήτηση να είναι διαρκής και πολύ μεγαλύτερη. Αυτό οφείλεται και στη θέση που κατέχει η κλασική μουσική στη Γερμανία, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και τον κοινωνικό της ιστό. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια παράδοση αιώνων που διαμορφώνει τη σχέση του κοινού με αυτή τη μουσική. Αντίθετα, στην Ελλάδα το κοινό της κλασικής μουσικής – και κατ’ επέκταση της όπερας – είναι σχετικά μικρό. Είναι, βέβαια, αφοσιωμένο και ιδιαίτερα θερμό, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να στηρίξει περισσότερα από τα ήδη υπάρχοντα δρώμενα, τα οποία, όσο αξιόλογα κι αν είναι, παραμένουν λίγα και δεν επαρκούν για να απορροφήσουν την προσφορά του ετοιμοπόλεμου εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού. Αυτό που χρειάζεται κατά τη γνώμη μου, είναι μακρόπνοες στρατηγικές περαιτέρω διεύρυνσης του κοινού. Γίνονται προσπάθειες βέβαια, αλλά ακόμα δυστυχώς από μεμονωμένους φορείς.
Πέρα από μαέστρος, είστε και πιανίστας. Πώς μοιράζετε τον χρόνο σας ανάμεσα στα δύο;
Κατά κύριο λόγο, είμαι μαέστρος. Το πιάνο, όμως, είναι το όργανο που με διαμόρφωσε καλλιτεχνικά και που μέχρι σήμερα συνεχίζει να με μαγεύει με τις απεριόριστες δυνατότητες που προσφέρει στην ερμηνεία ολόκληρου του μουσικού ρεπερτορίου. Δεν μοιράζω ακριβώς τον χρόνο μου μεταξύ των δύο, γιατί φροντίζω συχνά να τα συνδυάζω. Στη συμφωνική μουσική, για παράδειγμα, έχω βρεθεί πολλές φορές να διευθύνω την ορχήστρα από το πιάνο – κάτι που με ενθουσιάζει ιδιαίτερα, καθώς μου επιτρέπει να είμαι ταυτόχρονα και μαέστρος και μέλος του συνόλου. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα ρετσιτατίβι που συνοδεύω από το fortepiano στον «Κουρέα της Σεβίλλης». Ως πιανίστας, αφιερώνω τον χρόνο μου κυρίως σε μικρότερα και πειραματικά πρότζεκτ, όπως η performance που παρουσιάζουμε με τον βαρύτονο Γιώργο Ιατρού (ως Nina Nai) στο Μουσείο Μαρία Κάλλας στις 12 Φεβρουαρίου, με έργα Ρίχαρντ Στράους, ή η παράσταση «Τραγούδια του Ελληνικού Λαού: Drag Oratorio» του Γιάννη Σκουρλέτη, στα πλαίσια της οποίας συμμετείχα πέρυσι για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Οταν ιδρύσαμε την CoGNiMUS, το κάναμε από ανάγκη να δούμε διαφορετικά το τι θα πει «ακούω κλασική μουσική». Μέσα από το μπλέξιμο των ειδών, των υλικών, των μέσων, το ανακάτεμα των κοινών, θεωρώ πως δουλεύουμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Για το 2025-2026, σχεδιάζουμε ένα μεγάλο residency σε ένα συγκλονιστικό μνημείο του μπρουταλισμού στην Κολονία. Ελπίζω πως, σε 20 χρόνια από τώρα, η CoGNiMUS θα συνεχίζει να υπάρχει, να ακμάζει και να λειτουργεί σαν δύναμη ανανέωσης και αλλαγής.
Πρέπει να διεκδικούμε το «ζωτικό χρόνο», για να μπορούμε να βιώνουμε τη βαθιά απόλαυση της κλασικής μουσικής.
Κλασική μουσική στο σήμερα. Πιστεύετε ότι έχει απήχηση στον κόσμο του σήμερα; Ποιες διαφορές παρατηρείτε ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία;
Ευτυχώς, η κλασική μουσική εξακολουθεί να έχει απήχηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως συνηθίζω να λέω, με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σχεδόν σε όλο τον κόσμο– σε λίγα χρόνια κινδυνεύει να γίνει μουσειακό είδος. Αυτό συμβαίνει γιατί, σε αντίθεση με άλλες μορφές μουσικής, η κλασική μουσική δεν είναι φθηνή και, κατά συνέπεια, δεν είναι κερδοφόρα. Και στον κόσμο που ζούμε, οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος κάποια στιγμή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παύει να υφίσταται. Επιπλέον, το κοινό της κλασικής μουσικής δεν ανανεώνεται. Δεν προσελκύει μεγαλύτερα κοινά, παρά το γεγονός ότι, από άποψη ποιότητας, είναι κατά τη γνώμη μου σχεδόν ασυναγώνιστη. Ο λόγος είναι ότι αυτή η μουσική δεν καταναλώνεται γρήγορα – και δυστυχώς όλοι μας πλέον ζούμε και μεγαλώνουμε σε μια εποχή όπου η ταχύτητα κυριαρχεί, είτε πρόκειται για πληροφορία, μουσική ή οτιδήποτε άλλο. Πρέπει να διεκδικούμε το «ζωτικό χρόνο», για να μπορούμε να βιώνουμε τη βαθιά απόλαυση της κλασικής μουσικής. Ο δικός μου στόχος -και στόχος ζωής, αν θέλετε – είναι να βρούμε τρόπους να κάνουμε αυτή τη μουσική επίκαιρη, να τη φέρουμε στο κοινό με νέους όρους, ώστε να την κατανοήσει, να την αγαπήσει και, τελικά, να τη διατηρήσουν ζωντανή και οι επόμενες γενιές. Αυτή είναι και η ουσία της δουλειάς μας στην CoGNiMUS με project που όχι μόνο συνδυάζουν διαφορετικές μορφές τέχνης ή μουσικής αλλά εξερευνούν και τα όρια στην παρουσίαση της μουσικής αυτής σε πρωτότυπους χώρους ή με καινοτόμα μέσα.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας στην Ελλάδα, άμεσα ή πιο μακρινά; Ετοιμάζετε κάτι στην Κολωνία;
Μετά τον Κουρέα της Σεβίλλης, αναχωρώ για τη Γερμανία, όπου με περιμένει το ensemble σύγχρονης μουσικής μου, ÉRMA, καθώς και προετοιμασίες για νέα projects με την CoGNiMUS. Στα άμεσα σχέδιά μου στην Ελλάδα, περιλαμβάνεται ένα νέο φεστιβάλ κλασικής και σύγχρονης μουσικής, που διοργανώνουμε για πρώτη φορά στις Πρέσπες τον Αύγουστο του 2025, σε συνεργασία με τον Δήμο Πρεσπών. Το φεστιβάλ θα έχει δραστηριότητα στο Τριεθνές και θα φέρει κοντά μουσικές παραδόσεις και σύνολα από τις τρεις χώρες της περιοχής – την Ελλάδα, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Παράλληλα, για τα επόμενα χρόνια ετοιμάζουμε μια διεθνή περιοδεία του έργου «Τραγούδι στη Γη», μιας performance βασισμένης στο Τραγούδι της Γης του Γκούσταβ Μάλερ, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον τελευταίο Αύγουστο στα πλαίσια του «Όλη η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός», καθώς και μια καλλιτεχνική «απόβαση» της CoGNiMUS στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Ήπειρο.
Πηγή: athensvoice.gr
Δημοσιευμένο από : admin
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΙΑΒΡΑΣ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Ο ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ
© Copyright 2024 www.gpradio.gr. All Rights Reserved. by Magic Streams L.P